Του Γιάννη Αλεξάκη |
Ατυχώς, έχουμε συνηθίσει η συζήτηση για το Δημόσιο να λαμβάνει χώρα ενόψει της εκάστοτε «επόμενης δόσης» και σπάνια να εστιάζει στα πραγματικά προβλήματα, τις αιτίες που τα δημιούργησαν και τις προτεινόμενες λύσεις, ώστε κάποτε να απαλλαγούμε από αυτά. Σε επίπεδο ρητορικής ομολουγουμένως πάμε καλά. Κυβερνήσεις, Υπουργοί, κόμματα, αιρετοί της αυτοδιοίκησης και άλλοι δρώντες, ομιλούν για τα σωστά πράγματα: αξιοκρατία, διοικητική μεταρρύθμιση, ανάγκη ενός κεντρικού κράτους επιτελικού, όραμα και στρατηγικό σχέδιο εξόδου του διοικητικού μηχανισμού - και συνεπώς της χώρας - από το τέλμα. Η απόσταση όμως μεταξύ ρητορίας και έργων είναι απλώς χαοτική...
Σε επίπεδο ρητορίας, οι κυβερνώντες καταδικάζουν τα τυφλά οριζόντια μέτρα. Ορθώς! Εν τούτοις τα θεσπίζουν... Η αλήθεια έγκειται στο εξής απλό: Όσο άδικα κι αν είναι τα μέτρα αυτά, παραμένουν τα λιγότερο επώδυνα για πολιτικές ηγεσίες που αποστρέφονται να κυβερνούν ως εμπνευσμένες ηγεσίες. Ο λόγος σπανίως διαφωτίζεται: κάθε συντεχνία λειτουργεί συγκεντρώνοντας αδικαιολόγητο όφελος στα μέλη της, τα οποία επωφελούνται αντλώντας πόρους από το κοινωνικό σύνολο. Το όφελος όμως αυτό στα χέρια ορισμένων ευνοημένων, διαχέεται ως κόστος στο σύνολο της κοινωνίας. Τέτοιο παράδειγμα αποτελούν τα απίθανα επιδόματα σε μερίδες δημοσίων υπαλλήλων, οι λογοίς «εισφορές υπέρ τρίτων», οι διορισμοί από τα παράθυρα, την πίσω πόρτα ή και την κύρια είσοδο των ρουσφετολογικών διαδρόμων των πολιτικών γραφείων κάθε κομματάρχη.
Στη σημερινή συγκυρία, που η δημοσιονομική πειθαρχία αποτελεί αναγκαιότητα, το πολιτικό σύστημα επιλέγει συνειδητά τις οριζόντιες περικοπές. Έτσι, αν και οι ρουσφετολογικές διευθετήσεις σε βάρος τις κοινωνίας ήταν πάντα κάθετες, αυτές αναπαράγονται, καθώς πλήττονται μόνο στον ίδιο βαθμό που πλήττεται η κοινωνία και όχι στο βαθμό που έχουν προσποριστεί και εξακολουθούν να προσπορίζονται οφέλη σε βάρος της. Επί παραδείγματι, στο ίδιο πρόσφατο «άρθρο μόνο» του Ν.4093/2012, μαζί με τις τεράστειες περικοπές, σε βάρος της κοινωνίας συνολικά, θεσπίζεται η παγίωση των «προσωπικών διαφορών» των δημοσίων υπαλλήλων - ένα όφελος 72 εκατ. ευρώ το χρόνο για τους πιο υψηλόμισθους.
Ταυτόχρονα, μιας και δεν μπορεί κανείς να υπόσχεται πλέον διορισμούς δημιουργείται το έδαφος για μια νέα «πελατεία»: μέσω της θέσπισης μιας διάτριτης διαδικασίας «κινητικότητας», «διαθεσιμότητας» και του τρόπου της (αβέβαιης) επαναφοράς των υπαλλήλων σε υπηρεσίες. Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο προκαλεί έκπληξη ακόμη και στους υποψιασμένους, καθώς είναι κυριολεκτικά κομμένο και ραμμένο κατά τον καταστροφικό εθισμό του πολιτικού συστήματος σε μια φαύλη ευνοιοκρατία μιας παραδιοίκησης «πολιτικών γραφείων». Αν το προσφάτως ψηφισθέν πλαίσιο δεν τροποποιηθεί άμεσα, θα πρόκειται για την απόπειρα πλήρους ηθικού και επαγγελματικού εκμαυλισμού των στελεχών της Διοίκησης που οδηγεί στην οριστική πλέον παράλυση της κρατικής μηχανής, αν κανείς αισθάνεται ότι αυτή δεν συντελείται ήδη.
Μάλλον όμως συντελείται: ο λαϊκισμός της ισοπέδωσης έχει ως συνέπεια ικανοί και ανίκανοι δημόσιοι υπάλληλοι, αποδοτικοί και αργόμισθοι, λειτουργικά αναλφάβητοι και επιστήμονες να αντιμετωπίζονται εξισωτικά. Όλοι αντιμετωπίζονται με την ίδια ηθική, μισθολογική και βαθμολογική απαξίωση και στασιμότητα. Παράλληλα, επιστρέφουμε σε εποχές που νομίζαμε ότι είχαν περάσει ανεπιστρεπτί: βιώνουμε στην πράξη την κατάργηση του μόνου αξιοκρατικού και αδιάβλητου συστήματος επιλογής προϊσταμένων στο Δημόσιο (Ν.3839/2010) πριν καν αυτό εφαρμοστεί στην πάγια μορφή του: αθρόες τοποθετήσεις «κολλητών» και άλλων ως προϊσταμένων, είτε με μόνη απόφαση Υπουργού, είτε μέσω «αναπληρώσεων» λόγω της μη εφαρμογής του ισχύοντος πλαισίου.
Την ίδια στιγμή, όταν επικαλούνται διαρθρωτικές αλλαγές, μάλλον εννοούν αποσπασματικά μέτρα, ετερόκλητες ρυθμίσεις και λογοίς ανορθολογισμούς - αν όχι καλομελετημένο «ξήλωμα» - κάθε άλλο παρά «μεταρρύθμιση» μπορούν να χαρακτηριστούν. Κύριος πολέμιος κάθε μεταρρυθμιστικού κεκτημένου δεν είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως συχνά ακούγεται, αλλά αποκλειστικά ο εκάστοτε επόμενος Υπουργός, η εκάστοτε επόμενη κυβέρνηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ίδρυση του ΑΣΕΠ, όπου τα δεκάδες «παράθυρα» (πριν κλείσουν οριστικά στα τέλη του 2009) δεν τα άνοιξαν παρά οι επόμενοι Υπουργοί, όπως επίσης οι αθρόες «μονιμοποιήσεις» έγιναν αποκλειστικά και μόνο από τους επόμενους Υπουργούς Δημόσιας Διοίκησης.
Μέχρι όμως και στην Ελλάδα της κρίσης, οι ίδιας αντίληψης πολιτικές ηγεσίες ακύρωσαν στην πράξη ακόμη και το μοναδικό αποτυπωμένο σχέδιο που είχε ποτέ η χώρα για την διοικητική μεταρρύθμιση (έργο μάλιστα ενταγμένο στο ΕΣΠΑ από το 2010 για το λεγόμενο «επιτελικό κράτος») και κράτησαν επί μήνες στο συρτάρι τους την έκθεση του ΟΟΣΑ για την λειτουργική αξιολόγηση της Δημόσιας Διοίκησης αγνοώντας πλήρως τις ορθολογικές συστάσεις του. Για όλα τα παραπάνω έκαναν αυτό το οποίο γνώριζαν καλά: απολύτως τίποτα! Είναι λυπηρό που ακόμα δεν έχουμε στη χώρα μας «κέντρο διακυβέρνησης» και «επιτελικές μονάδες» τουλάχιστον στα Υπουργεία. Ως αποτέλεσμα, η Διοίκηση εξακολουθεί να βαδίζει ασυντόνιστα χωρίς όραμα, σχέδιο, τεκμηρίωση ή αξιολόγηση του έργου της.
Η υπόθεση όμως της διοικητικής μεταρρύθμισης είναι πολύ σοβαρή και σίγουρα είναι εθνική υπόθεση. Απαιτεί και εμπνευσμένες πολιτικές ηγεσίες, οι οποίες μπορούν να σταθούν στον δύσκολο ρόλο τους όσο και ανθρώπους εντός της Διοίκησης που θέλουν και μπορούν, και τους οποίους η πολιτική ηγεσία οφείλει να κινητοποιεί. Στο σημείο αυτό όμως το έλλειμα πολιτικής βούλησης είναι τραγικό: ενώ όλοι γνωρίζουν τί πρέπει να γίνει και πώς, η έξοδος από τον γνωστό φαύλο κύκλο δεν φαίνεται να ενδιαφέρει. Για ορισμένους δεν φαίνεται να συνιστά καν πρόβλημα.
Αγνοούνται επιδεικτικά δεκάδες τεκμηριωμένες προτάσεις για τον μετασχηματισμό του κράτους, τόσο από διεθνείς οργανισμούς όσο και από στελέχη της ίδιας της Διοίκησης, ώστε αυτή να προσιδιάζει πλέον στον δυτικό ανεπτυγμένο κόσμο, αποβάλλοντας τα οθωμανικού τύπου χαρακτηριστικά της. Εκατοντάδες στελέχη της Διοίκησης, αν όχι μερικές χιλιάδες, είναι έτοιμα να στηρίξουν μια ορθολογική μεταρρυθμιστική προσπάθεια για την οριστική έξοδο της Διοίκησης από το τέλμα αποτρέποντας έστω και την ύστατη ώρα την ολική λειτουργική κατάρρευση της κρατικής μηχανής. Το ιστορικής σημασίας ζητούμενο είναι μόνο ένα: προτίθεται το αρμόδιο Υπουργείο να υλοποιήσει άμεσα μια «φυγή προς τα μπρος», μια ρηξικέλευθη θεσμική επανάσταση και ένα σημείο εκκίνησης χωρίς επιστροφή;
* Ο κ. Αλεξάκης είναι στέλεχος του τομέα Μεταφορών του υπουργείου Ανάπτυξης, απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και π. Πρόεδρος ΕΝΑΠ.
capital.gr
Ατυχώς, έχουμε συνηθίσει η συζήτηση για το Δημόσιο να λαμβάνει χώρα ενόψει της εκάστοτε «επόμενης δόσης» και σπάνια να εστιάζει στα πραγματικά προβλήματα, τις αιτίες που τα δημιούργησαν και τις προτεινόμενες λύσεις, ώστε κάποτε να απαλλαγούμε από αυτά. Σε επίπεδο ρητορικής ομολουγουμένως πάμε καλά. Κυβερνήσεις, Υπουργοί, κόμματα, αιρετοί της αυτοδιοίκησης και άλλοι δρώντες, ομιλούν για τα σωστά πράγματα: αξιοκρατία, διοικητική μεταρρύθμιση, ανάγκη ενός κεντρικού κράτους επιτελικού, όραμα και στρατηγικό σχέδιο εξόδου του διοικητικού μηχανισμού - και συνεπώς της χώρας - από το τέλμα. Η απόσταση όμως μεταξύ ρητορίας και έργων είναι απλώς χαοτική...
Σε επίπεδο ρητορίας, οι κυβερνώντες καταδικάζουν τα τυφλά οριζόντια μέτρα. Ορθώς! Εν τούτοις τα θεσπίζουν... Η αλήθεια έγκειται στο εξής απλό: Όσο άδικα κι αν είναι τα μέτρα αυτά, παραμένουν τα λιγότερο επώδυνα για πολιτικές ηγεσίες που αποστρέφονται να κυβερνούν ως εμπνευσμένες ηγεσίες. Ο λόγος σπανίως διαφωτίζεται: κάθε συντεχνία λειτουργεί συγκεντρώνοντας αδικαιολόγητο όφελος στα μέλη της, τα οποία επωφελούνται αντλώντας πόρους από το κοινωνικό σύνολο. Το όφελος όμως αυτό στα χέρια ορισμένων ευνοημένων, διαχέεται ως κόστος στο σύνολο της κοινωνίας. Τέτοιο παράδειγμα αποτελούν τα απίθανα επιδόματα σε μερίδες δημοσίων υπαλλήλων, οι λογοίς «εισφορές υπέρ τρίτων», οι διορισμοί από τα παράθυρα, την πίσω πόρτα ή και την κύρια είσοδο των ρουσφετολογικών διαδρόμων των πολιτικών γραφείων κάθε κομματάρχη.
Στη σημερινή συγκυρία, που η δημοσιονομική πειθαρχία αποτελεί αναγκαιότητα, το πολιτικό σύστημα επιλέγει συνειδητά τις οριζόντιες περικοπές. Έτσι, αν και οι ρουσφετολογικές διευθετήσεις σε βάρος τις κοινωνίας ήταν πάντα κάθετες, αυτές αναπαράγονται, καθώς πλήττονται μόνο στον ίδιο βαθμό που πλήττεται η κοινωνία και όχι στο βαθμό που έχουν προσποριστεί και εξακολουθούν να προσπορίζονται οφέλη σε βάρος της. Επί παραδείγματι, στο ίδιο πρόσφατο «άρθρο μόνο» του Ν.4093/2012, μαζί με τις τεράστειες περικοπές, σε βάρος της κοινωνίας συνολικά, θεσπίζεται η παγίωση των «προσωπικών διαφορών» των δημοσίων υπαλλήλων - ένα όφελος 72 εκατ. ευρώ το χρόνο για τους πιο υψηλόμισθους.
Ταυτόχρονα, μιας και δεν μπορεί κανείς να υπόσχεται πλέον διορισμούς δημιουργείται το έδαφος για μια νέα «πελατεία»: μέσω της θέσπισης μιας διάτριτης διαδικασίας «κινητικότητας», «διαθεσιμότητας» και του τρόπου της (αβέβαιης) επαναφοράς των υπαλλήλων σε υπηρεσίες. Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο προκαλεί έκπληξη ακόμη και στους υποψιασμένους, καθώς είναι κυριολεκτικά κομμένο και ραμμένο κατά τον καταστροφικό εθισμό του πολιτικού συστήματος σε μια φαύλη ευνοιοκρατία μιας παραδιοίκησης «πολιτικών γραφείων». Αν το προσφάτως ψηφισθέν πλαίσιο δεν τροποποιηθεί άμεσα, θα πρόκειται για την απόπειρα πλήρους ηθικού και επαγγελματικού εκμαυλισμού των στελεχών της Διοίκησης που οδηγεί στην οριστική πλέον παράλυση της κρατικής μηχανής, αν κανείς αισθάνεται ότι αυτή δεν συντελείται ήδη.
Μάλλον όμως συντελείται: ο λαϊκισμός της ισοπέδωσης έχει ως συνέπεια ικανοί και ανίκανοι δημόσιοι υπάλληλοι, αποδοτικοί και αργόμισθοι, λειτουργικά αναλφάβητοι και επιστήμονες να αντιμετωπίζονται εξισωτικά. Όλοι αντιμετωπίζονται με την ίδια ηθική, μισθολογική και βαθμολογική απαξίωση και στασιμότητα. Παράλληλα, επιστρέφουμε σε εποχές που νομίζαμε ότι είχαν περάσει ανεπιστρεπτί: βιώνουμε στην πράξη την κατάργηση του μόνου αξιοκρατικού και αδιάβλητου συστήματος επιλογής προϊσταμένων στο Δημόσιο (Ν.3839/2010) πριν καν αυτό εφαρμοστεί στην πάγια μορφή του: αθρόες τοποθετήσεις «κολλητών» και άλλων ως προϊσταμένων, είτε με μόνη απόφαση Υπουργού, είτε μέσω «αναπληρώσεων» λόγω της μη εφαρμογής του ισχύοντος πλαισίου.
Την ίδια στιγμή, όταν επικαλούνται διαρθρωτικές αλλαγές, μάλλον εννοούν αποσπασματικά μέτρα, ετερόκλητες ρυθμίσεις και λογοίς ανορθολογισμούς - αν όχι καλομελετημένο «ξήλωμα» - κάθε άλλο παρά «μεταρρύθμιση» μπορούν να χαρακτηριστούν. Κύριος πολέμιος κάθε μεταρρυθμιστικού κεκτημένου δεν είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως συχνά ακούγεται, αλλά αποκλειστικά ο εκάστοτε επόμενος Υπουργός, η εκάστοτε επόμενη κυβέρνηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ίδρυση του ΑΣΕΠ, όπου τα δεκάδες «παράθυρα» (πριν κλείσουν οριστικά στα τέλη του 2009) δεν τα άνοιξαν παρά οι επόμενοι Υπουργοί, όπως επίσης οι αθρόες «μονιμοποιήσεις» έγιναν αποκλειστικά και μόνο από τους επόμενους Υπουργούς Δημόσιας Διοίκησης.
Μέχρι όμως και στην Ελλάδα της κρίσης, οι ίδιας αντίληψης πολιτικές ηγεσίες ακύρωσαν στην πράξη ακόμη και το μοναδικό αποτυπωμένο σχέδιο που είχε ποτέ η χώρα για την διοικητική μεταρρύθμιση (έργο μάλιστα ενταγμένο στο ΕΣΠΑ από το 2010 για το λεγόμενο «επιτελικό κράτος») και κράτησαν επί μήνες στο συρτάρι τους την έκθεση του ΟΟΣΑ για την λειτουργική αξιολόγηση της Δημόσιας Διοίκησης αγνοώντας πλήρως τις ορθολογικές συστάσεις του. Για όλα τα παραπάνω έκαναν αυτό το οποίο γνώριζαν καλά: απολύτως τίποτα! Είναι λυπηρό που ακόμα δεν έχουμε στη χώρα μας «κέντρο διακυβέρνησης» και «επιτελικές μονάδες» τουλάχιστον στα Υπουργεία. Ως αποτέλεσμα, η Διοίκηση εξακολουθεί να βαδίζει ασυντόνιστα χωρίς όραμα, σχέδιο, τεκμηρίωση ή αξιολόγηση του έργου της.
Η υπόθεση όμως της διοικητικής μεταρρύθμισης είναι πολύ σοβαρή και σίγουρα είναι εθνική υπόθεση. Απαιτεί και εμπνευσμένες πολιτικές ηγεσίες, οι οποίες μπορούν να σταθούν στον δύσκολο ρόλο τους όσο και ανθρώπους εντός της Διοίκησης που θέλουν και μπορούν, και τους οποίους η πολιτική ηγεσία οφείλει να κινητοποιεί. Στο σημείο αυτό όμως το έλλειμα πολιτικής βούλησης είναι τραγικό: ενώ όλοι γνωρίζουν τί πρέπει να γίνει και πώς, η έξοδος από τον γνωστό φαύλο κύκλο δεν φαίνεται να ενδιαφέρει. Για ορισμένους δεν φαίνεται να συνιστά καν πρόβλημα.
Αγνοούνται επιδεικτικά δεκάδες τεκμηριωμένες προτάσεις για τον μετασχηματισμό του κράτους, τόσο από διεθνείς οργανισμούς όσο και από στελέχη της ίδιας της Διοίκησης, ώστε αυτή να προσιδιάζει πλέον στον δυτικό ανεπτυγμένο κόσμο, αποβάλλοντας τα οθωμανικού τύπου χαρακτηριστικά της. Εκατοντάδες στελέχη της Διοίκησης, αν όχι μερικές χιλιάδες, είναι έτοιμα να στηρίξουν μια ορθολογική μεταρρυθμιστική προσπάθεια για την οριστική έξοδο της Διοίκησης από το τέλμα αποτρέποντας έστω και την ύστατη ώρα την ολική λειτουργική κατάρρευση της κρατικής μηχανής. Το ιστορικής σημασίας ζητούμενο είναι μόνο ένα: προτίθεται το αρμόδιο Υπουργείο να υλοποιήσει άμεσα μια «φυγή προς τα μπρος», μια ρηξικέλευθη θεσμική επανάσταση και ένα σημείο εκκίνησης χωρίς επιστροφή;
* Ο κ. Αλεξάκης είναι στέλεχος του τομέα Μεταφορών του υπουργείου Ανάπτυξης, απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και π. Πρόεδρος ΕΝΑΠ.
capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.