Ξύπνησα με το άρωμα του μαλακτικού
«Αβρωνιές της άνοιξης» στο ολόλευκο σεντόνι να «ζαλίζει τις αισθήσεις»
μου. Μπορεί και να ήταν το αποσμητικό χώρου «Πετούνια της Καληδονίας»
που ανιχνεύει κάθε μου κίνηση και ψεκάζει μόνο όταν πρέπει. Πετάχτηκα
από το υπερανατομικό στρώμα που δεν γουβιάζει («εγγύηση ζωής») και
χώθηκα στο ντιζαϊνάτο ντους για να αναβαπτιστώ στο αφρόλουτρο «Πρωινό
της Αλάσκα» και στο «μεταξένιο (με πραγματικό μετάξι και νότες
αγριομπιζελιάς της τούνδρας)» σαμπουάν μου. Βγήκα, με τα νερά να στάζουν
από το θεϊκό κορμί μου στο πάτωμα, και, βήμα βήμα πάνω στα αστραφτερά
πλακάκια («Beef» χωρίς αμμωνία), κατευθύνθηκα προς την υπερμοντέρνα
κουζίνα. Οι λίμνες που άφηνα πίσω μου δεν με απασχολούσαν, θα έχουν ως
διά μαγείας εξαφανιστεί στο επόμενο πλάνο. Χωρίς να χρειαστεί να πιάσω
το σφουγγαρόπανο.
Επόμενο πλάνο: Κάθομαι στο καλοστρωμένο τραπέζι για να προγευματίσω. Καλοψημένο τοστ, καυτά κρουασάν, φρεσκοκομμένα αλλαντικά, φρεσκοκαθαρισμένα φρούτα, φρεσκοστυμμένος χυμός πορτοκαλιού. Ποιος ετοίμασε την υπερπαραγωγή; Ο κανένας! Απολαμβάνω κάθε μπουκιά, έτσι κι αλλιώς, όσο και αν αργήσω, στο γραφείο θα μου συγχωρέσουν τα πάντα: η μυρωδιά του αποσμητικού μου και το εβένινο μαλλί μου (πραγματικό μετάξι και αγριομπιζελιά, είπαμε...) με κάνουν ακαταμάχητο. Να μην αναφερθώ και στο ολόλευκο χαμόγελο που μου χαρίζει η «οδοντόκρεμα με ανιχνευτή τερηδόνας και νανοεξουδετερωτή της κακοσμίας από τα εργαστήρια της NASA».
Αφήνω τα χρησιμοποιημένα πιάτα στο τραπέζι (δεν χρειάζεται ούτε να τα πλύνω, ούτε να σκουπίσω τα ψίχουλα, ούτε να ξύσω τα κολλημένα τυριά από την τοστιέρα, στο επόμενο πλάνο θα έχουν τακτοποιηθεί όλα μόνα τους), ντύνομαι σαν τον Τομ Φορντ ανέξοδα (η τράπεζά μου με αγαπάει τόσο, που διαρκώς με ανταμείβει με παχυλές δωροεπιταγές) και κατευθύνομαι προς την αστραφτερή κουρσάρα μου. Ακυρο! Επειδή δεν θέλω να προκαλώ, ξεχάστε την κουρσάρα και πάμε τη σκηνή ξανά: Απλός μες στην απλότητά μου, κατευθύνομαι προς τη στάση του λεωφορείου. Στο πέρασμά μου χαιρετάω την α λα Αντζελίνα Τζολί μανάβισσα που με φιλεύει ένα μήλο βιολογικής καλλιέργειας και στέλνω ένα ζεστό χαμόγελο στον α λα Σον Κόνερι φούρναρη που με τρατάρει το τέλειο κουλούρι.
Το λεωφορείο φθάνει στην ώρα του, για να με παραλάβει, μαζί με τους λατρεμένους γείτονές μου: τον Τάκη που η μαμά του πήζει το τέλειο γιαούρτι, την Καίτη που από τότε που ανακάλυψε τα απορρυπαντικά για σκληρούς λεκέδες έκοψε την ψυχοθεραπεία και βάζει μπουγάδα κάθε μέρα, τη Ρουμπίνη που χάρη στα προβιοτικά σταμάτησε να φουσκώνει, την αεροσυνοδό Ζανέτ που και τις «δύσκολες ημέρες αισθάνεται δροσερή και φρέσκια σαν να πετάει»... Ο οδηγός μάς χαιρετά διά χειραψίας έναν έναν, οι χαμογελαστοί ταξιτζήδες πατάνε φρένο για να περάσουμε και μας πετάνε μέσα από το παράθυρο σοκολάτες που τις δαγκώνουμε και ερωτευόμαστε ακαριαία. Λίγο αργότερα, στο γραφείο, ανοίγω ένα αναψυκτικό και οι υπερμεγέθεις φυσαλίδες του με παρασύρουν στον Παράδεισο!
Μόνο αυτή η υποχρέωση, να βάλω πάνα ακράτειας και μασέλα από τα 40 μου, να μην υπήρχε, και Παράδεισος θα έμοιαζε η ζωή μου αν ήμουν ήρωας σε διαφήμιση. Από εκείνες της... παλαιάς κοπής – μέχρι και «Φεστιβάλ διαφημισιοφάγων» είχε οργανωθεί για χάρη τους – γιατί τελευταίως το είδος μού κάνει νερά, με τον ξενοδόχο-λαμόγιο που κουτσομιλάει γαλλικά, τον απατεώνα-μέντορα του Πίου, τον Τάσο που «ακόμα και στου κάρου τον χρόνου μας τσικάρου». Προσπαθεί να προσαρμοστεί στη συγκυρία και τα καταφέρνει, αν κρίνω από την ανταπόκριση που έχουν τα πιο «ρεαλιστικά» (και έξυπνα, για να λέμε και του Ομάρ το δίκιο) φιλμάκια.
Εγώ, όμως, προτιμώ τον σουρεαλισμό των άλλων, των πιο... παραδοσιακών διαφημίσεων. Πώς αποφάσισα να ασχοληθώ μαζί τους; Τις προάλλες, επιβαρημένος από μία ακόμη τοξική ημέρα και εκνευρισμένος που η TV δεν είχε πάλι πρόγραμμα, μπήκα για χαζολόγημα στο YouTube και φιλμάκι το φιλμάκι βρέθηκα, ούτε που κατάλαβα πώς, στο ρετρό «Μπιντλιντιχτιντί Αιγαίο» της Μαριάννας Τόλη. Ηταν η αφορμή για να αρχίσω να αναζητώ τα πιο... τσίου σποτάκια, από τότε μέχρι σήμερα. Καταδιασκέδασα.
Και ενώ σκεφτόμουν πόσο ζάχαρη θα περνούσα αν ήμουν μέρος του αγγελικού κόσμου τους, το δωμάτιο έγινε λεωφορείο. Με οδηγό τον υπέροχο κύριο που κάνει τη διαδρομή με το ΚΤΕΛ να μοιάζει με όνειρο – εκείνον που λέει πως κάνει ό,τι μπορεί για να αποσπάσει από τους επιβάτες ένα χαμόγελο. Να με! Ταξιδεύω μαζί του στην ολάνθιστη πόλη μας. Παρατηρώ γυναίκες που σφουγγαρίζουν χορεύοντας, άνδρες που με λίγο άφτερ σέιβ μετατρέπονται σε αισθησιακούς Αδώνιδες, παιδάκια που κυλιούνται σαν τα γουρούνια στα χώματα, γιατί όσο και αν λερωθούν δεν θα τιμωρηθούν. Δίπλα μου, η Ελπίδα μού τραγουδάει «Πρέπει να βάλεις κι εσύυυ!». Της προσφέρω σοκολάτα και απογειώνομαι, όπως στο σποτάκι με το roller coaster στο κέντρο της Αθήνας. Η πτήση κρατάει λίγο, όσο μία διαφήμιση. Ξαναρχίζει, όμως, με την επόμενη. Οι φίλοι μου θεωρούν ότι η έλλειψη τηλεοπτικού προγράμματος και η δυσοίωνη συγκυρία με έχουν ρίξει στα βαριά. Θα τους απαντήσω όταν κατέβω από το roller coaster.
Επόμενο πλάνο: Κάθομαι στο καλοστρωμένο τραπέζι για να προγευματίσω. Καλοψημένο τοστ, καυτά κρουασάν, φρεσκοκομμένα αλλαντικά, φρεσκοκαθαρισμένα φρούτα, φρεσκοστυμμένος χυμός πορτοκαλιού. Ποιος ετοίμασε την υπερπαραγωγή; Ο κανένας! Απολαμβάνω κάθε μπουκιά, έτσι κι αλλιώς, όσο και αν αργήσω, στο γραφείο θα μου συγχωρέσουν τα πάντα: η μυρωδιά του αποσμητικού μου και το εβένινο μαλλί μου (πραγματικό μετάξι και αγριομπιζελιά, είπαμε...) με κάνουν ακαταμάχητο. Να μην αναφερθώ και στο ολόλευκο χαμόγελο που μου χαρίζει η «οδοντόκρεμα με ανιχνευτή τερηδόνας και νανοεξουδετερωτή της κακοσμίας από τα εργαστήρια της NASA».
Αφήνω τα χρησιμοποιημένα πιάτα στο τραπέζι (δεν χρειάζεται ούτε να τα πλύνω, ούτε να σκουπίσω τα ψίχουλα, ούτε να ξύσω τα κολλημένα τυριά από την τοστιέρα, στο επόμενο πλάνο θα έχουν τακτοποιηθεί όλα μόνα τους), ντύνομαι σαν τον Τομ Φορντ ανέξοδα (η τράπεζά μου με αγαπάει τόσο, που διαρκώς με ανταμείβει με παχυλές δωροεπιταγές) και κατευθύνομαι προς την αστραφτερή κουρσάρα μου. Ακυρο! Επειδή δεν θέλω να προκαλώ, ξεχάστε την κουρσάρα και πάμε τη σκηνή ξανά: Απλός μες στην απλότητά μου, κατευθύνομαι προς τη στάση του λεωφορείου. Στο πέρασμά μου χαιρετάω την α λα Αντζελίνα Τζολί μανάβισσα που με φιλεύει ένα μήλο βιολογικής καλλιέργειας και στέλνω ένα ζεστό χαμόγελο στον α λα Σον Κόνερι φούρναρη που με τρατάρει το τέλειο κουλούρι.
Το λεωφορείο φθάνει στην ώρα του, για να με παραλάβει, μαζί με τους λατρεμένους γείτονές μου: τον Τάκη που η μαμά του πήζει το τέλειο γιαούρτι, την Καίτη που από τότε που ανακάλυψε τα απορρυπαντικά για σκληρούς λεκέδες έκοψε την ψυχοθεραπεία και βάζει μπουγάδα κάθε μέρα, τη Ρουμπίνη που χάρη στα προβιοτικά σταμάτησε να φουσκώνει, την αεροσυνοδό Ζανέτ που και τις «δύσκολες ημέρες αισθάνεται δροσερή και φρέσκια σαν να πετάει»... Ο οδηγός μάς χαιρετά διά χειραψίας έναν έναν, οι χαμογελαστοί ταξιτζήδες πατάνε φρένο για να περάσουμε και μας πετάνε μέσα από το παράθυρο σοκολάτες που τις δαγκώνουμε και ερωτευόμαστε ακαριαία. Λίγο αργότερα, στο γραφείο, ανοίγω ένα αναψυκτικό και οι υπερμεγέθεις φυσαλίδες του με παρασύρουν στον Παράδεισο!
Μόνο αυτή η υποχρέωση, να βάλω πάνα ακράτειας και μασέλα από τα 40 μου, να μην υπήρχε, και Παράδεισος θα έμοιαζε η ζωή μου αν ήμουν ήρωας σε διαφήμιση. Από εκείνες της... παλαιάς κοπής – μέχρι και «Φεστιβάλ διαφημισιοφάγων» είχε οργανωθεί για χάρη τους – γιατί τελευταίως το είδος μού κάνει νερά, με τον ξενοδόχο-λαμόγιο που κουτσομιλάει γαλλικά, τον απατεώνα-μέντορα του Πίου, τον Τάσο που «ακόμα και στου κάρου τον χρόνου μας τσικάρου». Προσπαθεί να προσαρμοστεί στη συγκυρία και τα καταφέρνει, αν κρίνω από την ανταπόκριση που έχουν τα πιο «ρεαλιστικά» (και έξυπνα, για να λέμε και του Ομάρ το δίκιο) φιλμάκια.
Εγώ, όμως, προτιμώ τον σουρεαλισμό των άλλων, των πιο... παραδοσιακών διαφημίσεων. Πώς αποφάσισα να ασχοληθώ μαζί τους; Τις προάλλες, επιβαρημένος από μία ακόμη τοξική ημέρα και εκνευρισμένος που η TV δεν είχε πάλι πρόγραμμα, μπήκα για χαζολόγημα στο YouTube και φιλμάκι το φιλμάκι βρέθηκα, ούτε που κατάλαβα πώς, στο ρετρό «Μπιντλιντιχτιντί Αιγαίο» της Μαριάννας Τόλη. Ηταν η αφορμή για να αρχίσω να αναζητώ τα πιο... τσίου σποτάκια, από τότε μέχρι σήμερα. Καταδιασκέδασα.
Και ενώ σκεφτόμουν πόσο ζάχαρη θα περνούσα αν ήμουν μέρος του αγγελικού κόσμου τους, το δωμάτιο έγινε λεωφορείο. Με οδηγό τον υπέροχο κύριο που κάνει τη διαδρομή με το ΚΤΕΛ να μοιάζει με όνειρο – εκείνον που λέει πως κάνει ό,τι μπορεί για να αποσπάσει από τους επιβάτες ένα χαμόγελο. Να με! Ταξιδεύω μαζί του στην ολάνθιστη πόλη μας. Παρατηρώ γυναίκες που σφουγγαρίζουν χορεύοντας, άνδρες που με λίγο άφτερ σέιβ μετατρέπονται σε αισθησιακούς Αδώνιδες, παιδάκια που κυλιούνται σαν τα γουρούνια στα χώματα, γιατί όσο και αν λερωθούν δεν θα τιμωρηθούν. Δίπλα μου, η Ελπίδα μού τραγουδάει «Πρέπει να βάλεις κι εσύυυ!». Της προσφέρω σοκολάτα και απογειώνομαι, όπως στο σποτάκι με το roller coaster στο κέντρο της Αθήνας. Η πτήση κρατάει λίγο, όσο μία διαφήμιση. Ξαναρχίζει, όμως, με την επόμενη. Οι φίλοι μου θεωρούν ότι η έλλειψη τηλεοπτικού προγράμματος και η δυσοίωνη συγκυρία με έχουν ρίξει στα βαριά. Θα τους απαντήσω όταν κατέβω από το roller coaster.
*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗmagazino το Σάββατο 23 Μαρτίου 2013