23 Φεβρουαρίου 2013

Οι μισοί Έλληνες πιστεύουν ότι οι άλλοι μισοί κλέβουν την εφορία

Οι μισοί Έλληνες εκτιμούν ότι οι άλλοι μισοί φοροδιαφεύγουν, και όλοι μαζί θεωρούν ότι οι μεγαλύτεροι φοροφυγάδες στη χώρα είναι οι γιατροί, οι ηλεκτρολόγοι, οι υδραυλικοί, οι δικηγόροι, οι συμβολαιογράφοι και οι εστιάτορες που δεν κόβουν αποδείξεις. Δεν εντοπίζονται ωστόσο, επειδή οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είναι είτε αναποτελεσματικοί είτε ακόμη και διεφθαρμένοι.

Αυτό προκύπτει από έρευνα που διενήργησε τον Ιανουάριο η εταιρεία GPO για λογαριασμό της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου σε δείγμα 1.600 νοικοκυριών και 1.000 μικρομεσαίων επιχειρηματιών.


Παρ΄ ό,τι το σχεδόν σύνολο της κοινής γνώμης (95,7%) αναγνωρίζει το πρόβλημα της φοροδιαφυγής ως πολύ σοβαρό και οκτώ στους δέκα λένε ότι δεν έχουν αποκρύψει ποτέ εισοδήματα, εν τούτοις πιστεύουν ότι περισσότεροι από τους μισούς συμπολίτες τους (53%) φοροδιαφεύγουν συστηματικά.



Η κοινή γνώμη πιστεύει ότι η μεγαλύτερη φοροδιαφυγή γίνεται από τα ιατρεία (88,6%), τους τεχνίτες όπως οι ηλεκτρολόγοι και υδραυλικοί (85,4%), τα δικηγορικά γραφεία και τους συμβολαιογράφους (75,2%), τις ταβέρνες (57,9%) και λιγότερο τα βενζινάδικα (44,1%), τα μικρά εμπορικά καταστήματα (37,6%) και τα σούπερ μάρκετ (17,7%).

Στο ζήτημα των αποδείξεων οι ερωτώμενοι υποστηρίζουν σε συντριπτικό ποσοστό (94,1%) ότι θα ζητούσαν την έκδοσή τους αν είχαν μεγαλύτερο όφελος. Όπως προκύπτει από τις απαντήσει, το 46,3%, σχεδόν δηλαδή οι μισοί καταναλωτές, δεν ζητούν απόδειξη, συμβάλλοντας έτσι όμως λένε στο να φοροδιαφεύγουν άλλοι.

Μόλις το 15,7% θεωρεί ότι ωφελείται προσωπικά αν ζητήσει απόδειξη ενώ περισσότεροι από τους μισούς (52,7%) θεωρούν ότι το μέτρο της συλλογής αποδείξεων δεν είναι αποτελεσματικό για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, έναντι του 45,8% που έχουν αντίθετη άποψη.



Σχεδόν οκτώ στους δέκα καταναλωτές και επιχειρηματίες εμφανίζονται μάλιστα να θεωρούν αποτελεσματικότερο μέτρο κατά της φοροδιαφυγής τη μείωση των φόρων για τις επιχειρήσεις, η οποία επιπλέον θα βοηθούσε και στο να μη χαθούν θέσεις εργασίας.

Η ιδέα της θεσμοθέτησης ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις, δεν υιοθετείται από την πλειοψηφία, καθώς το 60% τάσσεται κατά της εφαρμογής του. Στην υποθετική, ωστόσο, ερώτηση για το πόσο θα μπορούσε να είναι ένας ενιαίος συντελεστής φόρου, προκύπτει ένας μέσος συντελεστής 16%.

Στην έρευνα, μάλιστα, είναι διακριτή η προσπάθεια να «αθωωθούν» οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς το 66% των επιχειρηματιών που ρωτήθηκαν όχι μόνο υποστηρίζουν ότι οι μικρές επιχειρήσεις φοροδιαφεύγουν λιγότερο από τις μεγάλες, αλλά 9 στους 10 δικαιολογούν τη φοροδιαφυγή ως μέσο που βοηθά τις μικρομεσαίες να επιβιώσουν απέναντι στον ανταγωνισμό. Επιπλέον το 42% της κοινής γνώμης επιμερίζει την ευθύνη για τη φοροδιαφυγή τόσο στον καταναλωτή όσο και στον επιχειρηματία.

Οι μηχανισμοί αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα θεωρούνται αναποτελεσματικοί με βάση τις απόψεις όσων συμμετείχαν στην έρευνα. Με άριστα το 5, η εφορία βαθμολογήθηκε με 2,1, το ΣΔΟΕ με 2,3, οι οικονομικοί εισαγγελείς με 2,3, το υπουργείο Οικονομικών με 1,9 και η Ανεξάρτητη Αρχή για το Ξέπλυμα βρόμικου χρήματος με 2,2. Το μεγαλύτερο ποσοστό του δείγματος (44,3%) κρίνει ότι οι υπάρχουσες μέθοδοι αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής είναι ανεπαρκείς.

Σημαντικότερη αιτία για την αδυναμία αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής είναι το πολύπλοκο φορολογικό καθεστώς (βαθμολογία 4,5 σε κλίμακα από 1 ως το 5), η χαμηλή απόδοση των κρατικών υπηρεσιών (4,2), και η διαφθορά των ελεγκτικών μηχανισμών (4,1), ενώ υψηλή βαθμολογία συγκέντρωσαν η έλλειψη φορολογικής συνείδησης και οι ελλείψεις (στελέχωση-υποδομές) του κρατικού μηχανισμού.



Η πλειοψηφία των εκπροσώπων ΜΜΕ πιστεύει ότι η παρούσα οικονομική κατάσταση δεν ευνοεί την ανάληψη επιχειρηματικής δράσης στην Ελλάδα (86,5%).

Τα κυριότερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με τις απαντήσεις των επιχειρηματιών είναι το ασταθές φορολογικό σύστημα (49,4%),  η γραφειοκρατία (48,2%), η χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων/ υπηρεσιών (20,6%), η φοροδιαφυγή (20,2%), η χαμηλή ανταποδοτικότητα κρατικών υπηρεσιών (17%), το δημοσιονομικό έλλειμμα (15,5%) και η χαμηλή απασχόληση (12%).

Επιπροσθέτως, οι συμμετέχοντες στην έρευνα δήλωσαν τα τρία κυριότερα προβλήματα στη λειτουργία των ΜΜΕ. Ως κυριότερα προβλήματα αναδείχθηκαν η έλλειψη ρευστότητας (61,6%), η υψηλή φορολογία (56,4%) και η χαμηλή καταναλωτική ζήτηση (46,8%). Επιπλέον προβλήματα των ΜΜΕ αποτελούν το υψηλό λειτουργικό κόστος (34,5%), ο έντονος ανταγωνισμός από φθηνότερα εισαγόμενα προϊόντα (26,9%) και ο έντονος ανταγωνισμός από μεγαλύτερες επιχειρήσεις (23,%).

Οι περισσότεροι εκπρόσωποι των ΜΜΕ δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξοι για το μέλλον της επιχείρησής τους και το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Συγκεκριμένα το 39,6% είναι λίγο αισιόδοξο για το μέλλον της επιχείρησης του και το 40,7% είναι λίγο αισιόδοξο για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Τα αντίστοιχα ποσοστά για εκείνους που δεν είναι καθόλου αισιόδοξοι είναι 29,7% και 40,2% αντίστοιχα.

Το 66,6% του δείγματος δήλωσε πως δεν είναι καθόλου ικανοποιημένο από την οικονομική πολιτική που ακολουθείται στην Ελλάδα, το συγκεκριμένο ποσοστό είναι ελαφρώς αυξημένο ανάμεσα στις επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών μικρότερο των 50.000 ευρώ.

Σχεδόν μοιρασμένες είναι οι απόψεις σχετικά με την επιβολή ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή με τις θετικές γνώμες να είναι το 52% του δείγματος.  Η πλειοψηφία των ΜΜΕ δεν θα ήθελε να λειτουργούν τα καταστήματα τις Κυριακές (70,8%). Ο βαθμός ενημέρωσης των εκπροσώπων των ΜΜΕ για τα προγράμματα ενίσχυσης ρευστότητας στην αγορά είναι σχετικά χαμηλός. Το 27,3% δήλωσε πως δεν είναι καθόλου ενημερωμένο και το 32,1% δήλωσε πως είναι λίγο ενημερωμένο. Το 40% του δείγματος δήλωσε πολύ & αρκετά ενημερωμένο για τα προγράμματα ενίσχυσης ρευστότητας στην αγορά.

Το 74,4% του δείγματος δήλωσε πως έχουν προβεί σε αλλαγές στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης λόγω της παρούσας οικονομικής συγκυρίας. Το συγκεκριμένο ποσοστό είναι υψηλότερο του μέσου όρου για τις επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών μεγαλύτερου των 150.000 ευρώ (81,6%). Για τις επιχειρήσεις που προέβησαν σε τέτοιες αλλαγές, οι περισσότερες δήλωσαν ότι μείωσαν τις δραστηριότητες της επιχείρησης (30,1%) και έκαναν απολύσεις (29,3%).  Οι αλλαγές αυτές αφορούν επίσης μειώσεις μισθών (15,2%) και ελαστικοποίηση του ωραρίου εργασίας (10,7%). Παρ΄ όλα αυτά, το 68,2 των επιχειρήσεων δήλωσαν πως δεν σκέπτονται να προβούν σε μειώσεις μισθών ή απολύσεις προσωπικού στο επόμενο διάστημα.

* Η πλειοψηφία των εκπροσώπων ΜΜΕ πιστεύει ότι η παρούσα οικονομική κατάσταση δεν ευνοεί την ανάληψη επιχειρηματικής δράσης στην Ελλάδα.

* Το ασταθές φορολογικό σύστημα και η γραφειοκρατία είναι τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας για τους περισσότερους εκπροσώπους ΜΜΕ.

* Τα σημαντικότερα προβλήματα στη λειτουργία των ΜΜΕ είναι η έλλειψη ρευστότητας, η υψηλή φορολογία και η χαμηλή καταναλωτική ζήτηση.

* Οι περισσότεροι εκπρόσωποι των ΜΜΕ δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξοι για το μέλλον της επιχείρησής τους και το μέλλον της ελληνικής οικονομίας.

* Η πλειοψηφία του δείγματος δήλωσε πως δεν είναι καθόλου ικανοποιημένη από την οικονομική πολιτική που ακολουθείται στην Ελλάδα.

* Η πλειοψηφία των ΜΜΕ δεν θα ήθελε να λειτουργούν τα καταστήματα τις Κυριακές.

* Σχεδόν μοιρασμένες είναι απόψεις σχετικά με την επιβολή ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή.

* Οι περισσότερες επιχειρήσεις είναι λίγο ή καθόλου ενημερωμένες για τα προγράμματα ενίσχυσης ρευστότητας στην αγορά.

* Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων έχει προβεί σε αλλαγές στην οργάνωση και λειτουργία τους λόγω της παρούσας οικονομικής συγκυρίας. Για τις περισσότερες επιχειρήσεις οι αλλαγές αυτές αφορούσαν μείωση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης και απολύσεις προσωπικού. Πιθανώς λόγω του ότι έχουν ήδη γίνει αλλαγές στις επιχειρήσεις, οι περισσότερες δεν σκέπτονται να προβούν σε μειώσεις μισθών ή απολύσεις προσωπικού στο επόμενο διάστημα.


   capital.gr


Πηγή:www.capital.gr