Είμαστε όλοι παράθυρα.
Κάποτε κλειστά. Το τζάμι γίνεται συχνά καθρέφτης . Κρατάμε το είδωλο μας τσιγκούνικα γι΄αυτούς που ίσως κάπου, κάποτε, να αξίζουν το αντίδωρο της αγάπης μας. Σιωπούμε τότε. Αφηνόμαστε να μας κουρσέψει μέσα στη δίνη του τυχαίου, του ακαθόριστου, αυτό που ονομάσαμε Μοίρα.
Βαδίζουμε με τα μάτια κλειστά στους δρόμους μιας προαιώνιας σπείρας. Καθόμαστε ζαρωμένοι σε μια γωνιά , παραμονεύουμε μέσα από τις γρίλιες , ελπίζοντας – στο βάθος – κάποιος να δει τα πυρωμένα μάτια μας που μαχαιρώνουν το ατάραχο σκοτάδι.
Κάποτε ανοίγουμε τα παραθυρόφυλλα για να μπει το φως μιας πρωινής υπόσχεσης. Να φαγωθούν οι σκιές της νύχτας και να αναλάβει τα της ζωής η ψυχή και το κουράγιο της. Κάποτε ανοίγουμε ακόμα και το τζάμι. Νιώθουμε τότε να μπαίνει μέσα ένας δροσερός , βελούδινος αέρας . Τα έξω βλέμματα τρυπώνουν μέσα λαίμαργα. Στέκονται εκεί που ξέφτισε ο σοβάς, στις ρωγμές που άφησαν οι σεισμοί του βίου μας.
Στις ατελείωτες διαδρομές μας κουβαλάμε τα παραθυρόφυλλα μας. Προσπαθούμε κάθε φορά κάτι να κάνουμε , κάτι να φέρουμε . Μπορεί να κάνουμε κουράγιο και να βάλουμε μπροστά για νέα κουφώματα, μπορεί να λιγοψυχήσουμε και να αναζητήσουμε φκιασίδια του συρμού, μπορεί και να παραδοθούμε μέχρι να μας λιώσει ο καιρός.
Κάτι απ΄όλα αυτά κάνουμε και σήμερα, όπως και χθες δηλαδή. Στη γη του φόβου και της απελπισίας, είναι πρόσφορο το έδαφος να κλείσουν τα παραθυρόφυλλα. Σπάνε παρέες, ραγίζουν φιλίες , δρόμοι χωρίζουν . Άνθρωποι κραδαίνουν τη χαιρεκακία τους για τα παθήματα των αδερφών τους και προχωρούν. Είναι απίστευτο , αλλά συμβαίνει. Ένα πρόσωπο του φόβου είναι και η κακία. Το ζούμε αυτό στις μέρες μας, σε πολλές κλίμακες. Με την τραγωδία που ζει ο κυπριακός λαός, κάποιοι δεν μπόρεσαν να κρύψουν τη χαιρεκακία τους. Αλλά και με το κλείσιμο του βιβλιοπωλείου της «Εστίας» κάποιοι δεν μπόρεσαν να κρύψουν την χυδαιότητά τους, χωρίς να σκεφτούν πως όπου βάζεις σκουπίδια, σκουπίδια θα λάβεις. Είναι το σημείο που αρχίζεις και εσύ να φοβάσαι ότι θα μας πάρει όλους παραμάζωμα, η έρπουσα βαρβαρότητα.
Ο κόσμος, όμως, είναι κάτι άλλο. Και εκεί που κλείνουν δρόμοι , κάπου ανοίγουν καινούργιοι. Ο κόσμος είναι σαν μπαξές, όπως θα έλεγε και η Σωτηρία Μπέλλου τραγουδώντας ανυπολόγιστα όμορφα μέσα σ΄ ένα κόσμο εχθρικό. Ο κόσμος είναι μπαξές . Κανείς και κανένα σύστημα δεν μπορεί να τα βάλει με τη φυσική δύναμη που κάνει τον άνθρωπο να παλεύει να ασφαλίσει μια μαλακιά γαλήνη εντός του και να εξορίσει τον στεκάμενο και πηχτό ουρανό, απ΄όπου κι αν προέρχεται.
Κάποτε κλειστά. Το τζάμι γίνεται συχνά καθρέφτης . Κρατάμε το είδωλο μας τσιγκούνικα γι΄αυτούς που ίσως κάπου, κάποτε, να αξίζουν το αντίδωρο της αγάπης μας. Σιωπούμε τότε. Αφηνόμαστε να μας κουρσέψει μέσα στη δίνη του τυχαίου, του ακαθόριστου, αυτό που ονομάσαμε Μοίρα.
Βαδίζουμε με τα μάτια κλειστά στους δρόμους μιας προαιώνιας σπείρας. Καθόμαστε ζαρωμένοι σε μια γωνιά , παραμονεύουμε μέσα από τις γρίλιες , ελπίζοντας – στο βάθος – κάποιος να δει τα πυρωμένα μάτια μας που μαχαιρώνουν το ατάραχο σκοτάδι.
Κάποτε ανοίγουμε τα παραθυρόφυλλα για να μπει το φως μιας πρωινής υπόσχεσης. Να φαγωθούν οι σκιές της νύχτας και να αναλάβει τα της ζωής η ψυχή και το κουράγιο της. Κάποτε ανοίγουμε ακόμα και το τζάμι. Νιώθουμε τότε να μπαίνει μέσα ένας δροσερός , βελούδινος αέρας . Τα έξω βλέμματα τρυπώνουν μέσα λαίμαργα. Στέκονται εκεί που ξέφτισε ο σοβάς, στις ρωγμές που άφησαν οι σεισμοί του βίου μας.
Στις ατελείωτες διαδρομές μας κουβαλάμε τα παραθυρόφυλλα μας. Προσπαθούμε κάθε φορά κάτι να κάνουμε , κάτι να φέρουμε . Μπορεί να κάνουμε κουράγιο και να βάλουμε μπροστά για νέα κουφώματα, μπορεί να λιγοψυχήσουμε και να αναζητήσουμε φκιασίδια του συρμού, μπορεί και να παραδοθούμε μέχρι να μας λιώσει ο καιρός.
Κάτι απ΄όλα αυτά κάνουμε και σήμερα, όπως και χθες δηλαδή. Στη γη του φόβου και της απελπισίας, είναι πρόσφορο το έδαφος να κλείσουν τα παραθυρόφυλλα. Σπάνε παρέες, ραγίζουν φιλίες , δρόμοι χωρίζουν . Άνθρωποι κραδαίνουν τη χαιρεκακία τους για τα παθήματα των αδερφών τους και προχωρούν. Είναι απίστευτο , αλλά συμβαίνει. Ένα πρόσωπο του φόβου είναι και η κακία. Το ζούμε αυτό στις μέρες μας, σε πολλές κλίμακες. Με την τραγωδία που ζει ο κυπριακός λαός, κάποιοι δεν μπόρεσαν να κρύψουν τη χαιρεκακία τους. Αλλά και με το κλείσιμο του βιβλιοπωλείου της «Εστίας» κάποιοι δεν μπόρεσαν να κρύψουν την χυδαιότητά τους, χωρίς να σκεφτούν πως όπου βάζεις σκουπίδια, σκουπίδια θα λάβεις. Είναι το σημείο που αρχίζεις και εσύ να φοβάσαι ότι θα μας πάρει όλους παραμάζωμα, η έρπουσα βαρβαρότητα.
Ο κόσμος, όμως, είναι κάτι άλλο. Και εκεί που κλείνουν δρόμοι , κάπου ανοίγουν καινούργιοι. Ο κόσμος είναι σαν μπαξές, όπως θα έλεγε και η Σωτηρία Μπέλλου τραγουδώντας ανυπολόγιστα όμορφα μέσα σ΄ ένα κόσμο εχθρικό. Ο κόσμος είναι μπαξές . Κανείς και κανένα σύστημα δεν μπορεί να τα βάλει με τη φυσική δύναμη που κάνει τον άνθρωπο να παλεύει να ασφαλίσει μια μαλακιά γαλήνη εντός του και να εξορίσει τον στεκάμενο και πηχτό ουρανό, απ΄όπου κι αν προέρχεται.
Γράφει: Αννίτα Λουδάρου